μουλαρήσιος

μουλαρήσιος
α, ο присущий мулу;

μουλαρήσιб πείσμα — ослиное упрямство;

μουλαρήσιο κεφάλι — упрямая голова, упрямец


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μουλαρήσιος" в других словарях:

  • μουλαρήσιος — ια, ιο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή προσιδιάζει σε μουλάρι 2. επίμονος, πεισματάρης («έχει μουλαρήσιο πείσμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. μουλάρι + ήσιος (πρβλ. γελαδ ήσιος, μοσχαρ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ημιονικός — ή, όν (Α ἡμιονικός, ή, όν) [ημίονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν. β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» δρόμος στενός, δύσβατος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»